ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ
Στις 1/12/2010, το Υπουργείο Παιδείας απέστειλε αιφνιδιαστικά στην εκπαιδευτική κοινότητα ένα τετρασέλιδο κείμενο με τίτλο «Αναβάθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης», ζητώντας να τοποθετηθούν όλοι εντός εννέα ημερών, δηλαδή μέχρι τις 10/12/2010. Όπως θα δούμε παρακάτω, πρόκειται για ένα κείμενο που αναφέρεται σε ένα γενικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης της διοίκησης της εκπαίδευσης, χωρίς να αναφέρει κρίσιμες λεπτομέρειες που θα επέτρεπαν μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των προτάσεων. Παρά την ασάφεια, το κείμενο αφήνει να διαφανούν οι βαθύτερες προθέσεις της κυβέρνησης στα κεντρικά εκπαιδευτικά ζητήματα που «καίνε» σήμερα, και επιτρέπει στους αποδέκτες του να λάβουν μια κατ’ αρχήν θέση, λαμβάνοντας υπόψη την ως τώρα πολιτική του Υπουργείου στα θέματα που θίγονται και το συνολικότερο πλαίσιο, εκπαιδευτικό και πολιτικό, στο οποίο εντάσσονται οι προτάσεις του Υπουργείου.
Πέρα από την ανάλυση του κειμένου και τις θέσεις που προκύπτουν, οφείλουμε να τονίσουμε ότι είναι απαράδεκτος ο αιφνιδιασμός που επιχειρείται και η ασάφεια των προτάσεων του Υπουργείου. Πώς μπορεί να τοποθετηθεί κάποιος παρά γενικόλογα απέναντι σε γενικόλογες προτάσεις, που δεν έχουν καμία λεπτομέρεια, άπτονται θεμάτων τεράστιας σημασίας και μάλιστα σε χρόνο εννέα ημερών; Σε τι άλλο μπορεί να αποσκοπεί αυτή η πρακτική, παρά στο να σπρώξει σε σύγχυση και γενικολογίες όσους καλούνται να τοποθετηθούν και τελικά στην επικοινωνιακή απαξίωση και παράκαμψή τους;
1) Το πολιτικό κάδρο της διοικητικής «αναβάθμισης» της εκπαίδευσης
Πριν ακόμη η κυβέρνηση επιβάλει στη χώρα το Μνημόνιο, είχε ήδη καταδείξει τις κύριες κατευθύνσεις της πολιτικής της για τη δημόσια εκπαίδευση και είχε ήδη υλοποιήσει πλευρές της με την ψήφιση του νόμου περί «αναβάθμισης του εκπαιδευτικού». Ακολούθησαν πολλές διοικητικές αποφάσεις που αναστάτωσαν τις εργασιακές σχέσεις στο χώρο του σχολείου, ενώ μεσολάβησε ο «Καλλικράτης» και οι τοπικές εκλογές. Ως λογικό επακόλουθο έρχεται τώρα μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία περί «αναβάθμισης της διοίκησης της εκπαίδευσης». Και οι δυο μέχρι τώρα μείζονες νομοθετικές πρωτοβουλίες στο χώρο του σχολείου φέρουν απαραιτήτως τον ευφημισμό «αναβάθμιση»· αρχικά του εκπαιδευτικού, τώρα της διοίκησης. Θα ήταν, όμως, ακριβέστερο και ειλικρινέστερο να φέρουν τον τίτλο «προσαρμογή και υποβάθμιση» τόσο του εκπαιδευτικού όσο και των υπηρεσιών της εκπαίδευσης. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η πολιτική στόχευση της κυβέρνησης μέσα από τα μέτρα και τις περικοπές που επιβάλλει. Να προσαρμόσει συνολικά το χώρο της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς και να υποβαθμίσει περαιτέρω το δημόσιο και κριτικό χαρακτήρα της, αφήνοντας τις υλικές και πνευματικές θύρες ανοιχτές στην εισβολή της αγοράς και των ιδιωτών. Ειδικότερα στον τομέα της υποχρεωτικής και λυκειακής εκπαίδευσης η πολιτική αυτή αναλύεται στο ακόλουθο πλαίσιο στόχων του «νέου σχολείου», όπως διαμορφώνεται και από τις πολιτικές που επιβάλλει το Μνημόνιο:
· Μείωση του κονδυλίου του προϋπολογισμού για την Παιδεία με περικοπή της συνολικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και ένταξη μέρους της υπόλοιπης σε δομές εκτός κρατικού προϋπολογισμού, όπως το ΕΣΠΑ.
· Εξατομίκευση και σταδιακή ανάθεση στο μαθητή της ευθύνης για την εκπαιδευτική του διαδρομή μέσα στο σχολείο, αλλά και σε φροντιστήρια, σεμινάρια και άλλες δομές μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Κατάργηση των θεσμών ενισχυτικής διδασκαλίας και διδακτικής στήριξης.
· Προσανατολισμός του περιεχομένου της εκπαίδευσης προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων και τη διαχείριση αποσπασματικών γνώσεων – αλλιώς: τη συλλογή «προσόντων», χωρίς αναγκαία συνοχή και μακριά από την κριτική γνώση.
· Τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδρομής θα είναι αντικείμενο πιστοποίησης και κατάταξης στο εθνικό πλαίσιο προσόντων, μέρος του αντίστοιχου ευρωπαϊκού, ώστε να δημιουργηθεί μια ενιαία βάση σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή είναι η διακηρυγμένη στόχευση του διευθυντηρίου των Βρυξελλών μέσω της «διαδικασίας της Μπολόνια», η οποία, δια της αναγνώρισης κάθε λογής «προσόντων», στην ουσία επιχειρεί να υποβαθμίσει τη σημασία του δημόσιου σχολείου στην εκπαιδευτική διαδρομή του μαθητή και να αναγορεύσει σε ισότιμες όλες ανεξαιρέτως τις ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης, τυπικές, μη τυπικές και άτυπες. Δεδομένου ότι η κοινωνία πάντοτε πιέζει τις εκπαιδευτικές δομές να προσαρμοστούν στην αγορά εργασίας, είναι φανερό ότι το τέλος αυτού του δρόμου θα είναι η διάλυση του δημόσιου δωρεάν σχολείου με όλη τη γνώση για όλα τα παιδιά.
· Διοικητική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης με αποκέντρωση διοικητικών και χρηματοδοτικών αρμοδιοτήτων. Σύνδεση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων με την αγορά μέσω ανοικτών προγραμμάτων σπουδών και ιδιωτικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.
· Προώθηση των ιδιωτικών και ελαστικών σχέσεων εργασίας στην εκπαίδευση σε βάρος τη μόνιμης εργασιακής σχέσης, η οποία επίσης κατακερματίζεται και ελαστικοποιείται με τη διεύρυνση της διοικητικής ευχέρειας για διοικητικές μεταβολές εκπαιδευτικών κατά το δοκούν.
· Ουσιαστική κατάργηση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών από το κράτος, μεταβιβάζοντας την ευθύνη της επιμόρφωσης στον ίδιο τον εκπαιδευτικό, τόσο πριν όσο και μετά το διορισμό, επιμερίζοντας σε αυτόν και το μέγιστο μέρος του κόστους.
· Εμβάθυνση και επέκταση των θεσμών αξιολόγησης τόσο στη λειτουργία των σχολικών μονάδων όσο και στο εκπαιδευτικό έργο (αυτοαξιολόγηση μονάδων, μέντορες νεοδιόριστων).
Σκοπός της πολιτικής αυτής είναι η δημιουργία ενός φτηνού για το κράτος σχολείου, συνδεμένου με την αγορά ως προς το περιεχόμενο, τη λειτουργία, και το αποτέλεσμα, με σχέσεις εργασίας απορρυθμισμένες, ιδιωτικοποιημένες και ελαστικοποιημένες, με μαθητές και εκπαιδευτικούς που θα προσαρμόζονται συνεχώς στις απαιτήσεις της αγοράς και δε θα θέλουν, ούτε θα μπορούν να αμφισβητούν τις επιταγές της, ή τις επιταγές της διοίκησης.
2) Ο καμβάς της διοικητικής αναδιάρθρωσης
Στο προοίμιο του κειμένου διαβούλευσης το Υπουργείο κάνει τις ακόλουθες γενικές επισημάνσεις:
«Το […] εκπαιδευτικό σύστημα […] χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, […] αναποτελεσματικότητα και [υψηλές] περιφερειακές ανισότητες. […] Πλήθος εγκυκλίων και νόμων ρυθμίζουν κυρίως κεντρικά και την παραμικρή λεπτομέρεια της λειτουργίας της σχολικής μονάδας, […] στερώντας το σύστημα από την απαραίτητη ευελιξία και προσαρμοστικότητα μέσα σε ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες. […] Άλλα χαρακτηριστικά […] είναι η πλημμελής επικοινωνία, διασύνδεση και συντονισμός […], ο διεκπεραιωτικός ρόλος των στελεχών και ιδιαίτερα των διευθυντών των σχολικών μονάδων, το γεγονός ότι οι δεσμευτικές κεντρικές αποφάσεις λειτουργούν κάποιες φορές ως άλλοθι αδράνειας, καθώς και η περιορισμένη παιδαγωγική υποστήριξη των εκπαιδευτικών σε επίπεδο σχολικής μονάδας.»
Στη συνέχεια προτείνει «αναδιοργάνωση», «εξορθολογισμό» και «αναβάθμιση» της οργάνωσης και της διοίκησης της εκπαίδευσης με βάση τις εμπειρίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και τις αρχές της «αποκέντρωσης, της υπευθυνότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της ποιότητας και της οικονομικότητας». Προς αυτήν την κατεύθυνση προτείνει παραπέρα ένα κανονιστικό πλαίσιο αποτελούμενο από μέτρα «ενίσχυσης του επιτελικού ρόλου του υπουργείου», «περιορισμού των επιπέδων διοίκησης», «αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων», «αυτονομίας της σχολικής μονάδας στη δυνατότητα να οργανώνει, υλοποιεί και αξιολογεί το έργο της», «συντονισμού της στήριξης και παιδαγωγικής καθοδήγησης του εκπαιδευτικού έργου», «οικονομίας μέσων», «αξιοποίησης νέων τεχνολογιών» και «απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών».
Για την υλοποίηση αυτού του πλαισίου προτείνει, εν συντομία, τις εξής δράσεις στο επίπεδο Περιφέρειας – Νομού:
· Αναδιοργάνωση των Περιφερειακών Υπηρεσιών και παρεμβάσεις στη διαχείριση του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού. Ας σημειωθεί ότι οι Περιφερειακές Διευθύνσεις αποκτούν σημαντικές, αποκεντρωμένες πλέον, αρμοδιότητες, όπως η συγχώνευση – κατάργηση σχολείων, κ.λ.π.
· Κατάργηση των Γραφείων Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης και διατήρηση των διευθύνσεων σε επίπεδο νομού με αναδιοργάνωση και συστέγαση των υφιστάμενων υπηρεσιών.
· Ενοποίηση των υπηρεσιακών δομών καθώς και των δομών επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης και στήριξης του εκπαιδευτικού έργου για το δημοτικό και το γυμνάσιο.
· Σύσταση ενιαίας δομής και υπηρεσιακής λειτουργίας υποστήριξης για την Α/θμια και Β/θμια.
· Αναδιοργάνωση των δομών επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης και στήριξης του εκπαιδευτικού έργου.
· Αποκέντρωση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων των κεντρικών υπηρεσιών, καθώς και συγχώνευση ή κατάργηση μερικών από αυτές.
Στο επίπεδο της σχολικής μονάδας προτείνει, εν συντομία, τις εξής δράσεις:
· Αλλαγές στο ωράριο των εκπαιδευτικών («εξορθολογισμός»).
· Αύξηση των αρμοδιοτήτων των διευθυντών και ενίσχυση της εξουσίας τους, καθώς και επανεξέταση του διδακτικού τους ωραρίου.
· Μείωση των αρμοδιοτήτων του Συλλόγου Διδασκόντων και των λοιπών συλλογικών οργάνων, καθώς και αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους («άρση των επικαλύψεων με τις αρμοδιότητες του διευθυντή»).
· Αυτονόμηση της σχολικής μονάδας στη διαχείριση των πιστώσεων με βάση τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης.
· Ενίσχυση των θεσμών «κοινωνικής λογοδοσίας».
· Ενοποίηση – συγχώνευση σχολείων.
· Ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί για ομάδες σχολικών μονάδων.
3) Υπάρχουν θετικά στοιχεία σ’ αυτές τις προτάσεις;
Στο κείμενο διαβούλευσης περισσεύουν οι ευφημισμοί και οι θετικοί εννοιολογικοί προσδιορισμοί, όπως λ.χ. «κοινωνική λογοδοσία», «εξορθολογισμός ωραρίου», «άρση επικάλυψης αρμοδιοτήτων» κ.ά. Όμως, κανείς από όσους συμμετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία δεν είναι «χτεσινός». Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει έμπρακτα ότι όταν λέει «κοινωνική λογοδοσία» εννοεί αξιολόγηση, όταν λέει «εξορθολογισμός ωραρίου» εννοεί αύξηση ωραρίου, και όταν λέει «άρση επικάλυψης αρμοδιοτήτων μεταξύ διευθυντή και συλλόγου διδασκόντων» εννοεί ενίσχυση ή και αύξηση των αρμοδιοτήτων του διευθυντή και μείωση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε θετικό;
Σταχυολογώντας το κείμενο ανακαλύπτει κανείς δύο προτάσεις που θα μπορούσαν να έχουν θετικές πλευρές, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
· Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί στα σχολεία.
· Η κατάργηση των γραφείων εκπαίδευσης και η αναδιοργάνωση των διευθύνσεων εκπαίδευσης, καθώς και η αναδιοργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών και η μείωση των κεντρικών.
Όμως, χωρίς να ξέρουμε πώς εξειδικεύονται αυτές οι προτάσεις, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Θυμίζουμε ότι υποτίθεται ότι τα σχολεία έχουν και τώρα πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών (ΣΣΝ – Συμβουλευτικοί Σταθμοί Νέων, οι οποίοι είτε υπολειτουργούν, είτε δεν ιδρύθηκαν καν, παρά τις δεσμεύσεις και τις προβλέψεις των νόμων). Αλλά τόσο η οργάνωση των υπηρεσιών ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης, όσο και το θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν, τις έχουν καταστήσει πρακτικά ανενεργές, ή ακόμη και αρνητικές. Ακόμη κι αν εγκατασταθεί ένας ψυχολόγος σε κάθε σχολείο, που βέβαια δεν είναι αυτή η πρόθεση της κυβέρνησης, η χρησιμότητά του θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα κληθεί να λειτουργήσει και κυρίως από το συνολικό παιδαγωγικό κλίμα της σχολικής μονάδας. Δυστυχώς είναι πολύ εύκολο είτε να παραγκωνιστεί μια τέτοια υπηρεσία λόγω προκαταλήψεων ή ανεπαρκούς πλαισίου, είτε ακόμα και να διαδραματίσει αρνητικό ρόλο, αν δεν «κερδίσει» τη γενική αποδοχή, δε διαθέτει το απαραίτητο κύρος και δεν ακολουθεί την ενδεδειγμένη προσέγγιση. Δε λείπουν οι περιπτώσεις όπου οι υπηρεσίες αυτές απλώς κουκουλώνουν τα υπαρκτά προβλήματα και θέματα, χωρίς να συμβάλλουν στην αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, και ουσιαστικά πιέζουν τους μαθητές απλώς να προσαρμοστούν στη ζοφερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Ακόμη, η κατάργηση γραφείων και υπηρεσιών χωρίς την αντίστοιχη ορθολογικοποίηση των διαδικασιών και μείωση του κύκλου εργασιών στην κατεύθυνση της αυτοματοποίησης και της απλοποίησης δεν πρόκειται να μειώσει τη γραφειοκρατία, αλλά να την εκτινάξει στα ύψη. Η αναδιοργάνωση διαδικασιών δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, διότι αμέτρητες λεπτομέρειες πρέπει να ληφθούν υπόψη και να δοκιμαστούν στην πράξη πολλές φορές, κι αυτό ενόσω το προηγούμενο σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί και να απαιτεί πόρους και απόδοση. Η εμπειρία δείχνει ότι πολλά γραφεία εκπαίδευσης έχουν σε κάποιο βαθμό δημιουργήσει σχέσεις κατανόησης με τους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που στις προϊστάμενες αρχές των οικείων διευθύνσεων εκπαίδευσης επικρατούν γραφειοκρατικές και αυταρχικές νοοτροπίες. Δυστυχώς διαφαίνεται από την πραγματικότητα (π.χ. μηχανογραφημένο ημερήσιο δελτίο απουσιών στα σχολεία) ότι κύρια πρόθεση του υπουργείου δεν είναι να μειώσει τη γραφειοκρατία προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά να συγκεντρώσει πλευρές της σε αποκεντρωμένες δομές είτε στην περιφέρεια είτε στις ίδιες τις σχολικές μονάδες. Αν εξακολουθήσει αυτή η προσέγγιση, μπορεί μια σειρά διαδικασιών να μηχανογραφηθούν, αλλά, στην πραγματικότητα, αφενός θα επιβαρύνουν ακόμη πιο πολύ τις σχολικές μονάδες (που θυμίζουμε ότι δε διαθέτουν διοικητικό προσωπικό), αφετέρου θα καταστήσουν ακόμη πιο απόμακρη και απρόσωπη τη γραφειοκρατία.
4) Οι παγίδες
Στη συνέχεια, μια σειρά από προτάσεις είναι εντελώς ασαφείς, μόνο εικασίες επιτρέπουν γι’ αυτές οι διατυπώσεις του υπουργείου, και ασφαλώς κρύβουν επικίνδυνες παγίδες.
· Οι απροσδιόριστες από το κείμενο αλλαγές στη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες δεν αποκλείεται να περιλαμβάνουν τη σταδιακή υπαγωγή των εκπαιδευτικών στις Περιφέρειες, πράγμα που σε συνδυασμό με τις επερχόμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τις προβλέψεις του «Καλλικράτη» μπορεί να ανοίξει το δρόμο για κατακερματισμό. Αλλά και χωρίς αυτήν την ερμηνεία, είναι δηλωμένες οι προθέσεις του υπουργείου να διαχειριστεί αυστηρά την κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού, χωρίς περιορισμό από τα όρια του τόπου κατοικίας, της περιοχής εργασίας (όμοροι δήμοι), ή ακόμη και του νομού.
· Δε δίνεται απολύτως καμία διευκρίνηση για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Οι ασαφείς όροι που χρησιμοποιούνται για την «καθοδήγηση» και τη «στήριξη» των εκπαιδευτικών μάς αναγκάζουν να υποθέσουμε ότι στο θέμα ισχύουν όσα το υπουργείο έχει ως τώρα φανερώσει ως προθέσεις του, τα οποία κινούνται σε κατευθύνσεις αμφίβολες ή αρνητικές. Καμιά βασική θέση του κλάδου δεν έχει υιοθετηθεί.
· Τι μπορεί να σημαίνει «ενιαία δομή» για τη διοίκηση του γυμνασίου και του δημοτικού; Σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες η εννιάχρονη (ή δεκάχρονη) υποχρεωτική εκπαίδευση έχει χαρακτηριστικά ενιαίας δομής, κυρίως λόγω της εισαγωγής ειδικοτήτων στο δημοτικό. Δεδομένου ότι το υπουργείο δε μας έχει ενημερώσει για κάποιο πλάνο ριζικών ενοποιητικών αλλαγών στα αναλυτικά προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου, δε μένει παρά να υποθέσουμε ότι η πρακτική των διαθέσεων προσωπικού από τη δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια όχι μόνο δε θα σταματήσει, αλλά μάλλον θα επεκταθεί και θα θεσμοθετηθεί μέσα από αυτήν την ενιαία δομή. Πέρα από τις εμφανείς δυσμενείς επιπτώσεις της πρακτικής αυτής για τις εργασιακές σχέσεις, τίθενται και πολύ σοβαρά παιδαγωγικά ζητήματα, για τα οποία το Υπουργείο δεν παίρνει θέση.
Τέλος, υπάρχουν και εκείνες οι προτάσεις, δυστυχώς πολλές, που «φωνάζουν» ότι είναι εντελώς αρνητικές.
· Αντί να λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση της λειτουργίας τους συλλόγου των διδασκόντων, αντιθέτως ενισχύεται ο διευθυντής και μειώνονται οι αρμοδιότητες του συλλόγου.
· Το ωράριο των εκπαιδευτικών βαίνει προς δυσμενή τροποποίηση.
· Επιχειρείται η ενίσχυση των θεσμών αξιολόγησης και η εξάρτηση από αυτήν της χρηματοδότησης της σχολικής μονάδας.
· Συγχωνεύονται σχολεία, ενώ δε γίνεται κανένας λόγος για νέες σχολικές μονάδες, μείωση μαθητών ανά τμήμα, εκσυγχρονισμό των υπαρχουσών σχολικών μονάδων.
5) Εκκολάπτεται μια αντιδραστική «μεταρρύθμιση» της διοίκησης της σχολικής μονάδας
Το υπουργείο θέτει σε επείγουσα, αιφνιδιαστική και πιεστική διαβούλευση ένα κείμενο που διατρέχεται από τις ακόλουθες κύριες γραμμές:
· Προώθηση των θεσμών αξιολόγησης και σύνδεση με αυτήν της χρηματοδότησης των σχολείων.
· Επιδείνωση και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών.
· Μετατροπή του διευθυντή του σχολείου σε «μάνατζερ» με ενίσχυση της εξουσίας του και απίσχναση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων.
· Πάση θυσία μείωση του διοικητικού κόστους, σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Δυστυχώς, παρόλο που το υπουργείο έχει δίκιο όταν λέει ότι «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, αναποτελεσματικότητα και υψηλές περιφερειακές ανισότητες» και όταν επισημαίνει «πλημμελή επικοινωνία, διασύνδεση και συντονισμό», «ότι οι δεσμευτικές κεντρικές αποφάσεις λειτουργούν ως άλλοθι αδράνειας», καθώς και «την περιορισμένη παιδαγωγική υποστήριξη των εκπαιδευτικών», ωστόσο δεν αναφέρει ότι αυτές είναι πλευρές των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής πολιτικής που υποτάσσει το σχολείο στην αγορά, μια πολιτική την οποία το υπουργείο κάθε άλλο παρά επιχειρεί να ανατρέψει. Καλύπτοντας τις προθέσεις του με μια «μεταρρυθμιστική» αύρα «εξορθολογισμού, εκσυγχρονισμού και αποκέντρωσης» και μια επίφαση εξωστρεφούς μετασχηματισμού του σχολείου με άξονα την «κοινωνική λογοδοσία», στην ουσία δικαιώνει τους φόβους ότι πρόκειται για μια αντιδραστική μεταρρύθμιση. Στόχος της διαβούλευσης είναι να περιβάλλει με δημοκρατικό και εκσυγχρονιστικό μανδύα ένα σημαντικό βήμα προς το φτηνό σχολείο της αγοράς, με αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, με εκπαιδευτικούς κατακερματισμένους, ολοένα λιγότερους σε μόνιμη σχέση εργασίας, ελαστικούς και υποταγμένους στο διευθυντή, στο μέντορα, στον προϊστάμενο, στον αξιολογητή, στις επιταγές της αγοράς για το περιεχόμενο και τις διαδικασίες της εκπαίδευσης.
Η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να απορρίψει την πρόταση. Αν το υπουργείο επιθυμεί ειλικρινά να διαβουλευτεί για θέματα που άπτονται της διοικητικής αναβάθμισης του σχολείου, ας φέρει σε διαβούλευση τις όποιες προτάσεις του μαζί με τις πάγιες θέσεις του κλάδου για περισσότερα σχολεία, μαζικούς μόνιμους διορισμούς, ουσιαστική επιμόρφωση, ενίσχυση του κοινοτικού χαρακτήρα του σχολείου έναντι του ιεραρχικού – γραφειοκρατικού, ενδυνάμωση του συλλόγου διδασκόντων, και δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα σχολείο δωδεκάχρονο, υποχρεωτικό, αληθινά δημόσιο και δωρεάν, με όλη τη γνώση διαθέσιμη σε όλα τα παιδιά.